To site χρησιμοποιεί cookies. Επιλέγοντας “Αποδοχή”, σημαίνει ότι συμφωνείτε με την χρήση των cookies όπως αναγράφεται στους όρους πολιτικής.
ΑΠΟΔΟΧΗ COOKIES
Menu

ΣΔΕ-ΕΔΕΕ σε κοινή γραμμή απέναντι στο νέο νομοσχέδιο

ΣΔΕ-ΕΔΕΕ σε κοινή γραμμή απέναντι στο νέο νομοσχέδιο

Πέρα από τις ενστάσεις και τις διαφωνίες που έχει προκαλέσει στον χώρο των Ενώσεων Εκδοτών Τύπου και τις έντονες αντιδράσεις από την πλευρά των δημοσιογράφων για την μείωση των αναγκαίων θέσεων εργασίας στα κανάλια,  το νομοσχέδιο «Ενίσχυση δημοσιότητας και διαφάνειας στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο» του Γιάννη Οικονόμου, υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης περιλαμβάνει σημαντικές παρεμβάσεις και για θέματα διαφήμισης. Σε αυτό το πλαίσιο, Ένωση Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ) και ο Σύνδεσμος Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ) δεν θα μπορούσαν να μην λάβουν μέρος στην δημοσία διαβούλευση, που ολοκληρώθηκε την Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου. Μάλιστα, τα σχόλια που κατέθεσαν στην διαδικασία κινούνται σε κοινή γραμμή.

Πλήρης αντίθεση στην απαγόρευση ανταλλαγής πληροφοριών για τις τιμές των διαφημίσεων

Απόλυτα συνεπής στις θέσεις που έχει διατυπώσει και στο παρελθόν, ο ΣΔΕ, στο πλαίσιο της διαβούλευσης, διατύπωσε για άλλη μια φορά την ξεκάθαρη και πλήρη αντίθεση του  στο άρθρο 32 του νέου νομοθετήματος που προβλέπει «πως οι γενικές διατάξεις του δικαίου του ανταγωνισμού ισχύουν και ως προς την εμπορική πρακτική των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, των διαφημιστών και των διαφημιζομένων, ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις. Απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση οργανωμένη και συστηματική ή μη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ διαφημιζόμενων επιχειρήσεων ή/και διαφημιστών, ή μεταξύ των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, σχετικά με τις τιμές πώλησης ή τις μέσες τιμές πώλησης ή το κόστος ανά μονάδα διαφημιστικής φόρτισης (CPR) ή τη διαφημιστική δαπάνη για την αγορά διαφημιστικού χώρου ή χρόνου από μέσα»

«Ανούσια η αναφορά στο δίκαιο της ΕΕ»

Μάλιστα, το εν λόγω άρθρο καταλήγει με την αναφορά πως «Το παρόν δεν θίγει την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.)». προκαλώντας την έντονη αντίδραση του ΣΔΕ που ζητάει την απόσυρση του εδαφίου και σημειώνει τα εξής: «Κατά την άποψή μας, η προσθήκη αυτή ουδόλως ικανοποιεί τις επιταγές του δικαίου της Ε.Ε. Η αναφορά στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ είναι ταυτόχρονα περιττή και ανούσια. Περιττή, καθόσον εθνική διάταξη δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να θίξει την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ε.Ε., εν προκειμένω, ως προς το δίκαιο ανταγωνισμού. Ανούσια, επειδή επιχειρεί να «υπενθυμίσει» στους εμπλεκόμενους παράγοντες στον διαφημιστικό κλάδο και δη στα μέσα επικοινωνίας και τους διαφημιστές, ότι η απαγόρευση του media benchmarking δεν πρέπει να οδηγεί σε συμπράξεις (άρθρο 101 ΣΛΕΕ) ή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης (άρθρο 102 ΣΛΕΕ). Ωστόσο, πρόκειται για υπενθύμιση που δεν διασφαλίζει τον υγιή ανταγωνισμό, καθώς το πρόβλημα προέρχεται στην πραγματικότητα όχι από τους εμπλεκόμενους στην διαφημιστική αγορά, αλλά από την ίδια τη νομοθετική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 10 του Ν. 2328/1995, καθώς έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 56 ΣΛΕΛΕ (ελεύθερη παροχή υπηρεσιών) και τα άρθρα 16 παρ. 1 και 19 της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ, θέτοντας πλήρη απαγόρευση στην παροχή υπηρεσιών media benchmarking και δημιουργώντας προσκόμματα στην παροχή διαφημιστικών υπηρεσιών μέσω των Μ.Μ.Ε. από τις διαφημιστικές εταιρίες προς τους διαφημιζόμενους».

Στο ίδιο μήκος κύματος η ΕΔΕΕ δηλώνει πως συμφωνεί με τον ΣΔΕ και προσθέτει πως η εν λόγω προσθήκη «δεν προσδίδει νομική βαρύτητα στο περιεχόμενο της παραγράφου, ούτε δύναται να «προκαταλαμβάνει» -αν αυτό είναι η στόχευσή της- τη συμβατότητά της με το ενωσιακό δίκαιο. Αντιθέτως, μάλλον αποδεικνύει την αδυναμία της εν λόγω ρύθμισης υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου και της ευρωπαϊκής πρακτικής».

«Αδικαιολόγητη παρέμβαση στην λειτουργία της διαφημιστικής αγοράς»

Όσον αφορά το ζήτημα της απαγόρευσης της ανταλλαγής πληροφοριών για θέματα διαφήμισης  αυτό καθεαυτό, ο ΣΔΕ διατυπώνει ξεκάθαρα ξανά την αντίθεση και ζητά την αφαίρεση της σχετικής αναφοράς. «Όπως έχουμε επανειλημμένα αναλυτικά αναπτύξει, η καθολική απαγόρευση ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ συνεργατών (διαφημιζομένων, διαφημιστών και Μέσων), ΔΕΝ προστατεύει τον ανταγωνισμό, αντίθετα αποτελεί αδικαιολόγητη παρέμβαση στην λειτουργία της διαφημιστικής αγοράς καθώς:
α) Οδηγεί σε απαγόρευση παροχής υπηρεσιών από εταιρείες μέτρησης Μέσων (συγκεκριμένα, υπηρεσιών media benchmarking). Οι υπηρεσίες αυτές είναι απολύτως νόμιμες και απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία της αγοράς, αποτελούν βασικό εργαλείο για κάθε διαφημιζόμενο, προσφέρονται σε όλες τις Ευρωπαϊκές και ανεπτυγμένες χώρες και η απαγόρευσή τους παραβιάζει την ελευθερία του επιχειρείν.
β) Οδηγεί σε απαγόρευση της απολύτως θεμιτής ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ συνεργατών (διαφημιζομένων και διαφημιστών), λειτουργώντας υπέρ της πλήρους αδιαφάνειας της αγοράς και δημιουργώντας τον κίνδυνο μονοπωλιακών πρακτικών από την πλευρά των Μέσων.
γ) Λειτουργεί σε βάρος του υγιούς και θεμιτού ανταγωνισμού, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά δεν εμπίπτουν σε καμία περίπτωση στις διατάξεις της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.

Η απαγόρευση ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των μερών και κατά συνέπεια, παροχής υπηρεσιών media benchmarking, όχι μόνο στερείται νομικής βάσης, αλλά συνιστά αδικαιολόγητη παρέμβαση στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς κατά παράβαση του ευρωενωσιακού καθεστώτος αλλά και της συνταγματικής ελευθερίας που προβλέπεται από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος περί της ελευθερίας ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας». αναφέρει χαρακτηριστικά.

Έντονες αντιδράσεις στην απόκτηση μετοχών με… airplay

Επίσης έντονη είναι η αντίδραση των θεσμικών φορέων της αγοράς επικοινωνίας στο άρθρο 33 του νομοσχεδίου, που προβλέπει πως «χρόνος και χώρος για διαφημίσεις, χορηγίες και κάθε μορφής εμπορική επικοινωνία δύναται να εισφέρονται ως μετοχικό κεφάλαιο σε επιχειρήσεις κάθε μορφής»  και μάλιστα χωρίς να απαιτείται ούτε η τιμολόγηση ούτε η υλοποίηση της μετάδοσης ή καταχώρισης της σχετικής εμπορικής επικοινωνίας.

«Δεν κατανοούμε ούτε τη λογική, ούτε τη σκοπιμότητα της εντελώς νέας ρύθμισης, όπως αυτή προστίθεται στο άρθρο 12 του Ν.2328/1995 (όπως ισχύει). Και τούτο γιατί η διαφάνεια στη διαδικασία αγοράς και πώλησης διαφημιστικού χώρου και χρόνου αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί την αιτιολογική βάση και τον κορμό του άρθρου 12, από το 1995 οπότε εισήχθη ο Ν. 2328 και σε όλες τις τροποποιήσεις του μέχρι σήμερα» σημειώνει στα σχόλια της διαβούλευσης η ΕΔΕΕ και προσθέτει πως «αν η ΓΓΕΕ επιθυμεί να δώσει τη δυνατότητα πληρωμής της διαφήμισης σε είδος (με αντιπαροχή προϊόντων ή υπηρεσιών του διαφημιζόμενου) και όχι μόνο σε χρήμα, θα έπρεπε να γράφεται αυτό απλά και ρητά και πάντως με τήρηση της υποχρέωσης τιμολόγησης της διαφήμισης (παρ.2) και όλων των παρελκόμενων ρυθμίσεων του άρθρου 12». Όπως τονίζει, όμως, η ΕΔΕΕ στην προκειμένη περίπτωση «καταστρατηγείται η ακρογωνιαία διάταξη του Ν.2328 που αναφέρει ότι για κάθε διαφημιστική μετάδοση πρέπει να εκδίδεται και το αντίστοιχο τιμολόγιο. Έχουμε λοιπόν μια πρωτοφανή ρύθμιση, όπου η απλή υπόσχεση διαφημιστικού χώρου ή χρόνου, χωρίς υποχρέωση υλοποίησης και χωρίς τιμολόγηση, επιτρέπεται κατά νόμο να «εισφέρεται σε είδος» στο μετοχικό κεφάλαιο οιασδήποτε επιχείρησης, με αποτέλεσμα να αποκτώνται, μετοχικά δικαιώματα με πλήρη αδιαφάνεια. Θεωρούμε τη ρύθμιση ιδιαιτέρως προβληματική και ζητάμε την απόσυρσή της».

Ο ΣΔΕ δηλώνει την πλήρη συμφωνία του με τα σχόλια της ΕΔΕΕ και ζητά την αφαίρεση του άρθρου από το νομοσχέδιο. «Δεν κατανοούμε ούτε τη σκοπιμότητα, ούτε κυρίως τη λογική της νέας ρύθμισης» τονίζει και σημειώνει πως «καταστρατηγεί τον ν. 2328/1995, που ορίζει ότι για κάθε διαφημιστική μετάδοση πρέπει να εκδίδεται και το αντίστοιχο τιμολόγιο».

 

Η παρέμβαση του ΣΕΕ

Τέλος θα πρέπει να υπενθυμιστεί  στην νέα νομοθετική ρύθμιση προβλέπεται αύξηση της εισφοράς επί κάθε τιμολογίου διαφήμισης υπέρ του Συμβουλίου Ελέγχου Επικοινωνίας (Σ.Ε.Ε.), που αποτελεί πάγιο αίτημα του ΣΔΕ.  Στο σχετικό άρθρο (27) το ΣΕΕ έχει καταθέσει ένα σχόλιο με στόχο την βελτίωση της ρύθμισης στο οποίο προτείνει  «για λόγους αναγκαίας σαφήνειας και πληρότητας της διάταξης» , να προστεθεί η πρόταση «Στην περίπτωση που δεν μεσολαβεί διαφημιστής, το ποσό που αναλογεί στο ειδικό τέλος κατατίθεται απευθείας από το διαφημιζόμενο».