To site χρησιμοποιεί cookies. Επιλέγοντας “Αποδοχή”, σημαίνει ότι συμφωνείτε με την χρήση των cookies όπως αναγράφεται στους όρους πολιτικής.
ΑΠΟΔΟΧΗ COOKIES
Menu

Περί τιμοκαταλόγου…

Περί τιμοκαταλόγου…
Περί τιμοκαταλόγου…

Υπάγονται οι διαφημιστικές εταιρείες στις διατάξεις των άρθρων 85 και 86 της Υπουργικής Απόφασης για την κωδικοποίηση των κανόνων διακίνησης και εμπορίας προϊόντων και παροχής υπηρεσιών (Α2-718/28-7-2014); Πρέπει ή όχι οι διαφημιστικές να αναρτούν τιμοκαταλόγους προς τους πελάτες ή οποίο είναι επιχειρήσεις και όχι καταναλωτές, είναι δηλαδή υπηρεσίες προσφερόμενες B2B και όχι Β2C;

Απάντηση εύκολη δεν είναι δυνατόν να δοθεί και το θέμα θεωρείται αρκετά σύνθετο ακόμη και από τους νομικούς στους οποίους αποτάθηκε η Ενωση Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας (ΕΔΕΕ).

Ως γνωστόν υποχρέωση ανάρτησης τιμοκαταλόγου σε ορατό σημείο έχουν επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. Με το άρθρο 1 του επίμαχου νόμου ορίζονται κανόνες για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που διακινούνται, διατίθενται και παρέχονται στην αγορά, από οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στο στεγασμένο, υπαίθριο (πλανόδιο και στάσιμο) και από απόσταση εμπόριο.

Στη νομική έννοια του «εμπορίου» φαίνεται να εμπίπτουν και οι υπηρεσίες που προσφέρουν οι διαφημιστικές επιχειρήσεις.

Τι υποστηρίζουν οι νομικοί


Σύμφωνα με το αυτό άρθρο 1, από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου εξαιρούνται οι επιστημονικές υπηρεσίες που παρέχονται από τους ελεύθερους επαγγελματίες που προβλέπονται στο Ν. 2238/19941, όχι το σύνολο των ελευθέρων επαγγελματιών, αλλά µόνο τα πρόσωπα που έχουν επιστηµονικές γνώσεις. Στον ορισμό των ελεύθερων επαγγελματιών δεν περιλαμβάνονται μεν οι διαφημιστές, αλλά περιλαμβάνονται οι «σύμβουλοι επιχειρήσεων». Εξάλλου, και ο ισχυρισμός ότι ενδεχομένως οι Κανόνες ΔΙ.Ε.Π.Π.Υ δεν εφαρμόζονται στις διαφημιστικές, επειδή δεν πρόκειται για παροχή υπηρεσιών προς καταναλωτές αλλά για παροχή υπηρεσιών προς εταιρικούς πελάτες (business to business) δεν φαίνεται πειστικός. Κατά πρώτον, η διάταξη του άρθρου 85 του Ν. 4177/2013 κάνει αναφορά σε παροχή υπηρεσιών σε «πελάτες» και όχι σε καταναλωτές.

Το πρώτο συμπέρασμα

Θα πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο η μέχρι σήμερα πρακτική στο χώρο της διαφήμισης εξαρτά την παροχή υπηρεσιών από τους διαφημιστές προς τους πελάτες τους, επί τη βάσει τιμοκαταλόγου. Υπ’αυτό το πρίσμα θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ διαφόρων υπηρεσιών διαφήμισης και βάσει αυτής να καθορισθεί ποιος είναι σε κάθε περίπτωση ο πελάτης. Ανεξάρτητα από την ειδικότερη φύση της κάθε υπηρεσίας που δύναται να προσφέρει μία διαφημιστική, κοινό τόπο σε όλες τις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών από διαφημιστικές είναι η μη ύπαρξη τιμοκαταλόγου, αλλά η κατά περίπτωση συμφωνία με τον εκάστοτε Πελάτη με Διαφορετικούς κάθε φορά όρους («τεχνικούς» και κυρίως οικονομικούς). Για πολύ συγκεκριμένες μάλιστα περιπτώσεις υπηρεσιών (π.χ. παραγωγή δημιουργικού υλικού, δημόσιες σχέσεις κλπ) προβάλει αδιανόητη και αυτή ακόμη η δυνατότητα σύνταξης τιμοκαταλόγου. Εάν εκ της φύσεως της «διαφημιστικής» υπηρεσίας είναι αδύνατο να υπολογισθούν επακριβώς εκ των προτέρων οι ώρες και το κόστος που ήθελε απαιτηθούν, η αδυναμία τιμολόγησης της διαφήμισης αφήνει εύλογα τον καθορισμό του σχετικού κόστους στη βούληση των μερών.

Εξάλλου, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι ο διαφημιστής σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί έναν «σύμβουλο επιχειρήσεων» σε θέματα επικοινωνίας. Πλην των υπηρεσιών που στοχεύουν καθαρά στη δημιουργία μιας διαφήμισης, η οποία θα καταχωρηθεί/δημοσιευθεί σε κάποιο μέσο μαζικής ενημέρωσης, οι διαφημιστικές εταιρείες προσφέρουν και άλλες ευρύτερες υπηρεσίες, όπως ενδεικτικά υπηρεσίες επικοινωνίας, υπηρεσίες συμβουλευτικές σχετικά με τη στρατηγική επικοινωνίας που θα ακολουθήσει ένας διαφημιζόμενος, σχετικά με την προώθηση των προϊόντων της, ή παροχή συμβουλών σχετικά με τις δημόσιες σχέσεις του διαφημιζόμενου. Όλες αυτές οι υπηρεσίες πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούν «συμβουλευτικές υπηρεσίες» προς επιχειρήσεις και να προκύπτει ότι τουλάχιστον ως προς αυτές τις υπηρεσίες δεν υπέχουν οι διαφημιστικές καν την υποχρέωση ανάρτησης τιμοκαταλόγου και/ή της υποχρέωσης υπηρεσίας εκτίμησης, εφόσον σε αυτή την περίπτωση οι σχετικές υπηρεσίες τίθενται εκτός πεδίου εφαρμογής των Κανόνων ΔΙ.Ε.Π.Π.Υ.

Αρα δεν προκύπτει με σαφήνεια εκ του νόμου, εάν όλες ή μερικές και ποιες από αυτές τις υπηρεσίες που μπορεί να παρέχονται από διαφημιστικές εταιρείες σε πελάτες τους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Κανόνων ΔΙΕΠΠΥ. Και τούτο, διότι απουσιάζει από το σύνολο της νομοθεσίας ρητή αναφορά -εν είδει εξαίρεσης- στις παρεχόμενες από το διαφημιστή υπηρεσίες. Επομένως, λόγω των αμφιβολιών που γεννώνται από τα επίμαχα άρθρα 85 και 86 των Κανόνων ΔΙΕΠΠΥ, ίσως να πρέπει να προκριθεί ως ασφαλέστερη λύση η υποβολή σχετικού ερωτήματος στο αρμόδιο Υπουργείο (Ανάπτυξης) σε ό,τι αφορά την παροχή υπηρεσιών από τις διαφημιστικές εταιρείες.

*** Προδημοσίευση από το adbusiness 867, που θα κυκλοφορήσει την Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 

TAGS: advertising