ΟΣΔΕΛ: Παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα της έρευνας για το βιβλίο και το κοινό του
Την εκδήλωση άνοιξε ο Αντώνης Καρατζάς, εκδότης της Νομικής Βιβλιοθήκης και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΣΔΕΛ, ο οποίος αναφέρθηκε στη δέσμευση του Οργανισμού να συνεχίσει να στηρίζει τη δημιουργία και τους δημιουργούς. Όπως επισήμανε ο κ. Καρατζάς, με την έρευνα αυτήν ο ΟΣΔΕΛ παραδίδει στον κόσμο του βιβλίου και της εκπαίδευσης, στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στην Πολιτεία αλλά και στο ευρύτερο κοινό μια ενδελεχή μελέτη, η οποία θα αναθερμάνει και θα τροφοδοτήσει τη δημόσια συζήτηση για την ανάγκη χάραξης εθνικής πολιτικής για την ανάγνωση και το βιβλίο.
Στη συνέχεια, ο καθηγητής Νίκος Παναγιωτόπουλος παρουσίασε τα αποτελέσματα (βλ. Παράρτημα), για να ακολουθήσει η συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν η Λένα Διβάνη, συγγραφέας και τ. καθηγήτρια στη Νομική Σχολή Αθηνών, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, συγγραφέας και πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, η σκηνοθέτρια Όλγα Μαλέα και ο καθηγητής Νίκος Παναγιωτόπουλος. Τη συζήτηση συντόνισε η δημοσιογράφος Ξένια Κουναλάκη.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, εστίασε στο γεγονός ότι με την πρωτοβουλία αυτήν επανεισάγεται το θέμα της ανάγνωσης στον δημόσιο διάλογο. Όπως χαρακτηριστικά είπε, το ζήτημα της ανάγνωσης είναι κοινωνικό και εθνικό και για αυτό πρέπει να υπάρξει σαφές πλαίσιο στήριξής του από την Πολιτεία. Αναφέρθηκε επίσης στις προτάσεις για μια προοδευτική πολιτική ανάγνωσης, οι οποίες περιλαμβάνονται στη μελέτη. Σύμφωνα με τον καθηγητή, στόχος της εθνικής στρατηγικής θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση ίσης πρόσβασης στο βιβλίο για όλους τους πολίτες.
Η συγγραφέας Λένα Διβάνη έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη διαπίστωση, που προκύπτει από την έρευνα, ότι η ανάγνωση είναι προνόμιο λίγων, εκείνοι που δεν το απολαμβάνουν όμως δεν έχουν επίγνωση της αποστέρησης και ως εκ τούτου δεν διεκδικούν την πρόσβαση στο βιβλίο. Επίσης, εστίασε στο συμπέρασμα της έρευνας ότι δεν υπάρχουν ακατάλληλα βιβλία. Όπως χαρακτηριστικά είπε, όλα τα βιβλία είναι καλά γιατί είναι ένα σκαλοπάτι για τα καλύτερα. Κλείνοντας, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι το βιβλίο δεν θα «πεθάνει» ποτέ, γιατί θα έχουμε πάντα ιστορίες να διηγηθούμε.
Σύμφωνα με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη, η χάραξη εθνικής πολιτικής για την ανάγνωση είναι επιτακτική ανάγκη. Συνεχίζοντας, διατύπωσε την άποψη ότι είναι πολύ σημαντικό να εισαχθεί η λογοτεχνία στο σχολείο, προκειμένου στη συνείδηση του μαθητή και της μαθήτριας να μην συνδέεται η ανάγνωση μόνο με το σχολικό βιβλίο. Κλείνοντας, αναφέρθηκε στο γεγονός της πραγματοποίησης της εκδήλωσης αυτής, το οποίο, όπως είπε, είναι ένα σημαντικό βήμα για το βιβλίο.
Η σκηνοθέτρια Όλγα Μαλέα -η οποία ανέλαβε αφιλοκερδώς τη σκηνοθεσία των βίντεο που υποστήριξαν την ενημερωτική καμπάνια του ΟΣΔΕΛ- αναφέρθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης και εμπλουτισμού των σχολικών βιβλιοθηκών καθώς και στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η εκπαίδευση στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της ανάγνωσης.
Στη συζήτηση συμμετείχαν διαδικτυακά ο Παύλος Ταγτεβερενίδης, διευθυντής του Μουσικού Σχολείου της Πτολεμαΐδας και η Βασιλική Κάργα, βιβλιοθηκονόμος στη Δανιηλίδειο Παιδική Βιβλιοθήκη του Δήμου Καλαμαριάς. Σύμφωνα με τον Παύλο Ταγτεβερενίδη, τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν τις διαπιστώσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας. Στόχος θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της διάθεσης των παιδιών να αγκαλιάσουν το βιβλίο. Στην κατεύθυνση αυτήν το σχολείο καλείται να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο. Χρέος των δασκάλων είναι να εμπνεύσουν τα παιδιά ώστε να οικειοποιηθούν το βιβλίο και τα οφέλη του.
Σύμφωνα με τη Βασιλική Κάργα, η έρευνα του ΟΣΔΕΛ είναι μια στοχευμένη έρευνα, που συνδύασε την ποσοτική και την ποιοτική μέθοδο, συγκεντρώνοντας αξιόπιστα και επικαιροποιημένα δεδομένα. Το σχολείο και η βιβλιοθήκη, λειτουργώντας συμπληρωματικά, μπορούν να οδηγήσουν στην άμβλυνση των ανισοτήτων, εξασφαλίζοντας ίση πρόσβαση στο βιβλίο. Κλείνοντας αναφέρθηκε και εκείνη στην ανάγκη χάραξης εθνικής στρατηγικής για το βιβλίο και την ανάγνωση.
Στην εκδήλωση παρουσιάστηκαν και τα βίντεο, τα οποία όπως προαναφέραμε σκηνοθέτησε η Όλγα Μαλέα, που υποστήριξαν την ενημερωτική καμπάνια του ΟΣΔΕΛ (μπορείτε να τα δείτε εδώ). Αξίζει να κάνουμε ειδική αναφορά στο κεντρικό βίντεο της καμπάνιας με τίτλο «Όταν διαβάζεις βιβλία βρίσκεις πιο εύκολα τη θέση σου στη ζωή», το οποίο προβλήθηκε στην εκδήλωση για πρώτη φορά και βασίζεται σε μια ιδέα του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Πρόκειται για μια βιωματική άσκηση για το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα, η οποία βασίστηκε στα ευρήματα της έρευνας του ΟΣΔΕΛ, αποτυπώνοντας το κεντρικό συμπέρασμα ότι το βιβλίο όχι μόνο συμβάλλει σημαντικά στην προσωπική και την επαγγελματική εξέλιξη, αλλά ανοίγει και τον δρόμο για μια κοινωνία με ίσες ευκαιρίες για όλες και όλους. Σημειωτέον ότι η υλοποίηση της εν λόγω καμπάνιας, που σχεδίασε ο ΟΣΔΕΛ, πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία της Εταιρείας Συγγραφέων, του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, των συλλόγων εκδοτών ΑΣΕΒ, ΕΝΕΛΒΙ και ΣΕΕΒΙ, της εκπαιδευτικής κοινότητας και των βιβλιοθηκών.
Την εκδήλωση παρακολούθησαν συγγραφείς, μεταφραστές, εικονογράφοι, εκδότες, βιβλιοθηκονόμοι, εκπαιδευτικοί, αλλά και πλήθος αναγνωστών και αναγνωστριών, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά, υποβάλλοντας ερωτήσεις στο τελευταίο μέρος της εκδήλωσης.
Η έρευνα είναι ελεύθερα προσβάσιμη στον ιστότοπο του Οργανισμού. Παράλληλα, κυκλοφορεί σε βιβλίο η εμπλουτισμένη εκδοχή με το σύνολο των συνεντεύξεων και την πλήρη θεωρητική ανάλυση. Οι εκδόσεις Gutenberg ανέλαβαν να σχεδιάσουν και να χρηματοδοτήσουν την έκδοση του βιβλίου, τα έσοδα του οποίου θα διατεθούν στον ΟΣΔΕΛ για την ενίσχυση των πολιτιστικών και κοινωνικών δράσεων που υλοποιεί.
Η ΕΚΔΉΛΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΥΠΌ ΤΗΝ ΑΙΓΊΔΑ ΤΗΣ Α.Ε. ΤΗΣ ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΚΑΤΕΡΊΝΑΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΎΛΟΥ.
Ας εργαστούμε λοιπόν μαζί για μια κοινωνία όπου όλες και όλοι θα έχουμε ίση πρόσβαση στο βιβλίο
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Α. Βασικά συμπεράσματα της έρευνας
Ο πληθυσμός τριχοτομείται σε μη αναγνώστες, μη εντατικούς αναγνώστες και εντατικούς αναγνώστες. Το μέσο πλήθος βιβλίων που έχουν διαβαστεί από τον γενικό πληθυσμό είναι τα 5 βιβλία (διάμεσος: μόλις 2 βιβλία).
Η έλλειψη χρόνου είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο δεν διαβάζουν βιβλία οι περισσότεροι πολίτες. Για τους μη αναγνώστες είναι η μη ελκυστικότητα του διαβάσματος. Περισσότερος ελεύθερος χρόνος θα χρειαζόταν για να αυξήσουν οι αναγνώστες τις ώρες ανάγνωσης.
Σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% τα βιβλία που διαβάστηκαν ήταν έντυπης μορφής, ebook διάβασαν κυρίως άνδρες νεαρής ηλικίας.
Η λογοτεχνία βρίσκεται στην πρώτη θέση των αναγνωστικών προτιμήσεων, ακολουθούν η ιστορία και η αστυνομική λογοτεχνία -διαφοροποιήσεις εντοπίζονται ανάλογα με το φύλο των ερωτώμενων.
Με την ανάγνωση των βιβλίων επιδιώκεται τόσο η πληροφόρηση και η απόλαυση της τέχνης του λόγου όσο και η φυγή από την καθημερινότητα. Κάποιοι αναγνώστες διαβάζουν βιβλία την περίοδο των διακοπών ή των αργιών (ιδιαίτερα οι νέοι) και άλλοι όποτε βρουν την ευκαιρία (ιδιαίτερα οι μεγαλύτερης ηλικίας).
Σημαντικός παράγοντας στην αγορά ενός βιβλίου είναι η διάδοσή του από στόμα σε στόμα, χωρίς να παύει η ανάγκη να το πιάσει ο αναγνώστης στα χέρια του πηγαίνοντας στα βιβλιοπωλεία -σημαντικός ο ρόλος του διαδικτύου, ιδιαίτερα για τους νέους αναγνώστες.
Όσο υψηλότερο είναι το εκπαιδευτικό επίπεδο των ερωτώμενων τόσο αυξάνονται οι τιμές στον δείκτη ανάγνωσης βιβλίων. Ειδικότερα, οι ερωτώμενοι ανώτερου εκπαιδευτικού επιπέδου έχουν μέση τιμή στον δείκτη 8,1 έναντι 3,5 των ερωτώμενων κατώτερου εκπαιδευτικού επιπέδου.
Όσο υψηλότερου επιπέδου είναι τα επαγγέλματα του πατέρα, της μητέρας, του πατρογονικού και του μητρογονικού παππού των ερωτώμενων τόσο υψηλότερος είναι ο δείκτης ανάγνωσης βιβλίων.
Όσο αυξάνονται τα βιβλία που υπάρχουν στο νοικοκυριό ή που υπήρχαν στην παιδική βιβλιοθήκη των ερωτώμενων τόσο αυξάνεται και ο δείκτης ανάγνωσης κατά το τελευταίο έτος.
Αν παραμένουν μέσα στον χρόνο ανισότητες και διαφοροποιήσεις στην αναγνωστική συμπεριφορά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μη ορατές συνθήκες πρόσβασης στην ανάγνωση και η διάρκεια της σχολικής εκπαίδευσης παραμένουν ακόμα άνισα κατανεμημένες μεταξύ των κοινωνικών ομάδων.
Οι προσπάθειες ενίσχυσης της φιλαναγνωσίας, όσο παράλληλα δεν δημιουργούνται εκείνες οι κοινωνικές συνθήκες που θα επέτρεπαν, δίνοντάς της «ένα θεμέλιο και μία σημασία», τη γέννηση και την ενεργοποίηση της ζητούμενης συστηματικής πρακτικής της ανάγνωσης, καταδικάζονται σε συγκυριακή επιτυχία.
Μόνο αν επιμηκυνθεί η ανάπτυξη της αναγνωστικής ευχέρειας και ικανότητας εντός του πλαισίου της θεσμικής εκπαίδευσης, μπορεί να σπάσει, έστω σε έναν βαθμό, ο φαύλος κύκλος της αναπαραγωγής της πολιτισμικής αποστέρησης ως προς την ανάγνωση, που βιώνουν τα πιο ενδεή κοινωνικά στρώματα.
Οι επενδύσεις σε προγράμματα ανάπτυξης της αναγνωστικής πρακτικής, καθώς και σε ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο θα έχει ως αποστολή τη διασφάλιση των αποτελεσμάτων αυτών των προγραμμάτων, μπορούν να αποβούν πολύ πιο αποτελεσματικές, υπό τον όρο ότι θα συνοδευτούν από ανάλογες επενδύσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ο θεσμός εκείνος που δύναται να παράγει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χρήστες αυτών των προγραμμάτων και αυτών των υποδομών.
Η διάδοση της ανάγνωσης δεν θα γίνει ποτέ μια μηχανική απόρροια της προσφοράς της, οποιασδήποτε μορφής και οποιουδήποτε είδους, καθώς προϋποθέτει μια άσκηση η όποια προϋποθέτει, με τη σειρά της, μια ισχυρή και επίμονη επιθυμία πρακτικής.
Β. Προτάσεις - προοπτικές
Για να είναι ρεαλιστικές, οι προσπάθειες εκδημοκρατισμού της ανάγνωσης πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο κοινωνιολογικές παρατηρήσεις: α) πως η αναγνωστική ευχέρεια δεν είναι ισάξια κατανεμημένη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, β) πως υπάρχουν κοινωνικές ομάδες των οποίων η κουλτούρα όχι απλώς προσανατολίζεται σε διαφορετικές αξίες από εκείνες που προϋποθέτει και συνεπάγεται η συστηματική αναγνωστική πρακτική, αλλά και απαξιώνει ρητά την ανάγνωση βιβλίων.
Μια πολιτισμική πολιτική που αγνοεί την πρώτη παρατήρηση, όχι απλώς είναι αναποτελεσματική −καθώς έχει εξαρχής το μειονέκτημα ότι δεν λαμβάνει υπόψη της εκείνους που είτε παρανοούν είτε δεν κατανοούν ό,τι διαβάζουν. Μια πολιτισμική πολιτική που αποσκοπεί στη διάδοση της ανάγνωσης ως δραστηριότητας του ελεύθερου χρόνου ή στη διάχυση της «λόγιας» ή «νόμιμης» κουλτούρας που αγνοεί τη δεύτερη προηγηθείσα παρατήρηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, καθώς δεν κατανοεί πως, για να μπορέσει μια κοινωνική ομάδα ή ένα άτομο να υιοθετήσει μια πρακτική, όπως την πρακτική της ανάγνωσης, θα πρέπει η πρακτική αυτή να νοηματοδοτείται από την κουλτούρα της.
Κάθε πολιτική διάχυσης της ανάγνωσης οφείλει να αντιμετωπίζει και το ζήτημα της σχέσης που διατηρούν οι διάφορες κοινωνικές ομάδες με τους χώρους ανάγνωσης και τους τρόπους χρήσης του βιβλίου μέσα σε αυτούς.
Οι υπεύθυνοι αυτών των πολιτικών είναι απαραίτητο, όταν επεξεργάζονται μορφές διάθεσης και τρόπους πρόσβασης στα βιβλία, να γνωρίζουν τη μορφή, το είδος και την ικανότητα των νοητικών σχημάτων κατανόησης του κόσμου που διαθέτουν τα άτομα που δεν διαβάζουν ή διαβάζουν λίγο, δηλαδή, το κοινό που θέλουν να μάθει να μην επιλέγει αναγκαστικά ή τυχαία ένα βιβλίο.
Μια αποτελεσματική πολιτική διάδοσης της ανάγνωσης δεν μπορεί παρά να έχει μόνο μία αρχή: δεν υπάρχουν ακατάλληλα βιβλία, δεν υπάρχουν άχρηστες και απρόσφορες αναγνώσεις, ακόμα και αυτές του πρώτου επιπέδου.
Μια αποτελεσματική στρατηγική της ανάγνωσης που στοχεύει να εντάξει με τρόπο μόνιμο και ισχυρό την αναγνωστική πρακτική στη λαϊκή κουλτούρα οφείλει να έχει συνείδηση: α) πως στόχος της δεν πρέπει να αποτελεί η από-πολιτισμικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων, όπως, με τρόπο περισσότερο ασύνειδο, προωθούν οι φορείς που διαμορφώνουν τον κόσμο του βιβλίου, αλλά η ένταξη του βιβλίου στην κουλτούρα ως αντικείμενο οικείο και ενεργό, και β) πως η υιοθέτηση μιας τέτοιας στόχευσης και κυρίως η επιτυχία μιας τέτοιας πολιτικής συνδέονται με έναν ριζικό μετασχηματισμό της πολιτισμικής και ιδεολογικής λειτουργίας της ανάγνωσης και του βιβλίου στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών.