Digital News Report: Ενηµέρωση σε κρίση

Γράφει η Σόνια Χαϊµαντά
Στην Ελλάδα του 2025, η ενηµέρωση κινείται σε έδαφος αµοιβαίας καχυποψίας. Τα ευρήµατα της φετινής έρευνας Digital News Report σκιαγραφούν ένα τοπίο εκτεταµένης δυσπιστίας, τόσο απέναντι στα παραδοσιακά ΜΜΕ όσο και στους πολιτικούς θεσµούς: Μεγάλο µέρος του κοινού θεωρεί ότι για τη διάδοση της παραπληροφόρησης δεν ευθύνονται µόνο τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και οι ίδιοι οι δηµοσιογράφοι και οι πολιτικοί. Παράλληλα, οι ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνητή νοηµοσύνη προσθέτουν αχαρτογράφητα δεδοµένα· η πρώτη αντίδραση των πολιτών στην παρουσία της ΤΝ στη δηµοσιογραφία είναι ξεκάθαρα επιφυλακτική, υπογραµµίζοντας την ανάγκη για διαφάνεια, λογοδοσία και θεσµική υπευθυνότητα σε ένα περιβάλλον αυξανόµενης τεχνολογικής διαµεσολάβησης.
Μέσα σε αυτήν τη συγκυρία, η διαΝΕΟσις και ο Αντώνης Καλογερόπουλος* παρουσιάζουν για όγδοη συνεχή χρονιά τα ευρήµατα που αφορούν τη χώρα, στο πλαίσιο της παγκόσµιας µελέτης του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της ∆ηµοσιογραφίας του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης. Η έρευνα, που ξεκίνησε το 2012 εξετάζοντας πέντε χώρες, καλύπτει πλέον 48 αγορές· η Ελλάδα συµµετέχει από το 2016 και τα αποτελέσµατά της δηµοσιεύονται σταθερά, αποτυπώνοντας µε ακρίβεια τις διαρκώς µεταβαλλόµενες συνήθειες, τους φόβους και τις προσδοκίες του ελληνικού κοινού απέναντι στην ενηµέρωση.
Η φετινή δηµοσκόπηση πραγµατοποιήθηκε διαδικτυακά σε αντιπροσωπευτικό δείγµα 2.010 χρηστών του διαδικτύου από την Ελλάδα, από τα µέσα Ιανουαρίου έως τα µέσα Φεβρουαρίου. Το δείγµα δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο του πληθυσµού, αλλά όσους έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο (ποσοστό που στη χώρα µας φτάνει το 79%). Η χρονική περίοδος συλλογής των στοιχείων συνέπεσε µε τη δηµόσια συζήτηση γύρω από τις κινητοποιήσεις για τα Τέµπη και τις πρώτες πολιτικές πρωτοβουλίες της δεύτερης προεδρίας Τραµπ στις ΗΠΑ.
Η έκθεση του 2025 αναδεικνύει γνώριµες τάσεις της ελληνικής πραγµατικότητας: χαµηλά επίπεδα εµπιστοσύνης στις ειδήσεις (µόλις 22%, το χαµηλότερο ποσοστό ανάµεσα στις 48 χώρες), εκτεταµένη χρήση των social media για ενηµέρωση και υψηλά ποσοστά αποφυγής ειδήσεων. Παράλληλα, δίνεται έµφαση σε δύο καίρια σύγχρονα ζητήµατα: την τεχνητή νοηµοσύνη και την παραπληροφόρηση, προσφέροντας µια πιο βαθιά και επίκαιρη µατιά στις προκλήσεις της εποχής.
Δηµοσιογραφία και ΑΙ: Ένα νέο τοπίο εµπιστοσύνης
Από την εµφάνιση του ChatGPT τον Νοέµβριο του 2022, η ταχύτατη πρόοδος στον τοµέα της τεχνητής νοηµοσύνης έχει φέρει στο προσκήνιο µια σειρά από ερωτήµατα γύρω από τη χρήση της στο χώρο της δηµοσιογραφίας. Η συζήτηση δεν περιορίζεται µόνο στις εφαρµογές των εργαλείων αυτών από τα ΜΜΕ κατά τη διαδικασία παραγωγής περιεχοµένου, αλλά επεκτείνεται και στη χρήση των ίδιων των δηµοσιογραφικών κειµένων ως υλικό εκπαίδευσης για τα µεγάλα γλωσσικά µοντέλα (LLMs).
Σήµερα, οι πιο συνηθισµένες εφαρµογές της ΤΝ αφορούν βοηθητικές λειτουργίες, όπως η µετάφραση, η αποµαγνητοφώνηση ή η επιµέλεια κειµένων. Ωστόσο, αυξάνονται και οι περιπτώσεις πιο ενεργού συµµετοχής, µε την ΤΝ να αξιοποιείται για τη δηµιουργία τίτλων, περιλήψεων ή ακόµα και γραφικών, πάντα υπό την επίβλεψη δηµοσιογράφων.
Η φετινή έκθεση Digital News Report του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης εξετάζει τη στάση του κοινού απέναντι σε αυτές τις νέες πρακτικές. Σε διεθνές επίπεδο, το 35% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι αισθάνεται άνετα όταν οι δηµοσιογράφοι χρησιµοποιούν ΤΝ επικουρικά, ενώ το 24% εκφράζει δυσφορία και το 34% δηλώνει ουδέτερο. Στην Ελλάδα, η εικόνα είναι πιο επιφυλακτική: µόλις το 21% δηλώνει άνεση απέναντι στη χρήση ΤΝ, ενώ το 43% δεν εκφράζει ούτε θετική ούτε αρνητική στάση.
Η χαµηλή εµπιστοσύνη που διαχρονικά καταγράφεται στο ελληνικό κοινό ως προς τα ΜΜΕ, φαίνεται πως επηρεάζει και την αποδοχή της τεχνητής νοηµοσύνης στη δηµοσιογραφική παραγωγή, προσθέτοντας ένα ακόµη επίπεδο προβληµατισµού στο διαρκώς εξελισσόµενο τοπίο της ενηµέρωσης.
Τα ποσοστά φαίνεται να αντικατοπτρίζουν, σε έναν βαθµό, την έως τώρα περιορισµένη δηµόσια συζήτηση γύρω από τις χρήσεις της ΑΙ στο χώρο της ενηµέρωσης - τόσο διεθνώς όσο και, ακόµα πιο έντονα, στην ελληνική περίπτωση. Το θέµα παραµένει στην ατζέντα κυρίως εξειδικευµένων κύκλων, χωρίς να έχει ακόµη διαχυθεί ευρύτερα στον δηµόσιο διάλογο ή στην πολιτική ατζέντα.
Σε δεύτερο επίπεδο, η έρευνα κατέγραψε και τις στάσεις του κοινού απέναντι σε πιο παρεµβατικές µορφές χρήσης της ΤΝ. Συγκεκριµένα, ζητήθηκε από τους συµµετέχοντες να τοποθετηθούν ως προς το «κατά πόσο θα αισθάνονταν άνετα αν οι ειδήσεις που καταναλώνουν είχαν παραχθεί εξ ολοκλήρου από τεχνητή νοηµοσύνη, µε µόνη ανθρώπινη παρέµβαση την τελική επιµέλεια».
Η αποδοχή της τεχνητής νοηµοσύνης ως βασικού εργαλείου παραγωγής ειδήσεων παραµένει περιορισµένη, σύµφωνα µε τα ευρήµατα της φετινής έρευνας. Σε σύνολο 48 χωρών, µόλις το 21% των πολιτών δηλώνει ότι αισθάνεται άνετα διαβάζοντας περιεχόµενο που έχει παραχθεί κυρίως από ΤΝ, µε ελάχιστη ανθρώπινη παρέµβαση. Η Ελλάδα καταγράφει ακόµη χαµηλότερο βαθµό αποδοχής, µε µόλις το 12% να δηλώνει θετικό απέναντι σε αυτό το ενδεχόµενο.
Αναγκαίος ένας ανοιχτός δηµόσιος διάλογος
Τα ευρήµατα αυτά ενισχύουν την ανάγκη για έναν δοµηµένο και ανοιχτό δηµόσιο διάλογο γύρω από τη θέση της τεχνητής νοηµοσύνης στον ειδησεογραφικό χώρο, καθώς και για µεγαλύτερη διαφάνεια ως προς τους τρόπους ενσωµάτωσης αυτών των εργαλείων από τους δηµοσιογράφους. Το ζήτηµα είναι ιδιαίτερα επίκαιρο σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η εµπιστοσύνη στο ειδησεογραφικό περιεχόµενο είναι ήδη χαµηλή και η χρήση ΤΝ από επαγγελµατίες του κλάδου έχει ξεκινήσει, χωρίς ακόµη να συνοδεύεται από σαφές θεσµικό ή ηθικό πλαίσιο.
Παρά τη γενική επιφυλακτικότητα, το ενδιαφέρον για τη χρήση της τεχνητής νοηµοσύνης στην κατανάλωση ειδήσεων είναι αισθητά µεγαλύτερο. Η πλειονότητα των Ελλήνων ερωτηθέντων δηλώνει πρόθυµη να αξιοποιήσει την ΤΝ σε διάφορες λειτουργίες: 26% θα επιθυµούσε τη χρήση της για σύνοψη ειδήσεων, 26% για µετάφραση ξενόγλωσσων άρθρων, ενώ ένα 23% εµφανίζεται θετικό στη λήψη εξατοµικευµένων προτάσεων µε βάση τα ενδιαφέροντά του. Αντιθέτως, πιο καινοτόµοι διαδραστικές εφαρµογές, όπως τα AI chatbots που απαντούν σε ερωτήσεις σχετικά µε την επικαιρότητα, προσελκύουν µικρότερο ενδιαφέρον - µόλις 16% των συµµετεχόντων δηλώνει θετικό προς αυτή την κατεύθυνση.
Παραπληροφόρηση, Social Media και η ευθύνη των πηγών
Οι πρόσφατες αλλαγές στις πολιτικές διαχείρισης περιεχοµένου από µεγάλες πλατφόρµες κοινωνικής δικτύωσης επαναφέρουν στο προσκήνιο τις ανησυχίες γύρω από την παραπληροφόρηση. Η απόφαση της Meta να τερµατίσει τη συνεργασία της µε οργανισµούς fact-checking στις Ηνωµένες Πολιτείες, καθώς και η χαλάρωση των πολιτικών αφαίρεσης προσβλητικού ή επικίνδυνου περιεχοµένου τόσο από τη Meta όσο και από την πλατφόρµα X, έχουν προκαλέσει διεθνώς νέο κύµα προβληµατισµού για το ρόλο των ψηφιακών µέσων στον έλεγχο της πληροφορίας.
Ύποπτοι οι πολιτικοί για διασπορά fakenews;
Η φετινή έκθεση Digital News Report εξετάζει πώς αντιλαµβάνονται οι πολίτες σε 48 χώρες τις βασικές πηγές παραπληροφόρησης. Στην Ελλάδα, οι πολιτικοί και τα πολιτικά κόµµατα θεωρούνται οι πλέον ύποπτοι για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, µε ποσοστό 62%, σηµαντικά υψηλότερο από άλλες χώρες. Ιδιαίτερα αυξηµένη είναι και η καχυποψία απέναντι σε δηµοσιογράφους και µέσα ενηµέρωσης, µε το 59% των Ελλήνων να τα αναφέρουν ως σηµαντικές πηγές παραπληροφόρησης, έναντι µέσου όρου 32% στις υπόλοιπες χώρες του δείγµατος.
Αντιθέτως, οι Έλληνες πολίτες είναι λιγότερο πιθανό να αποδώσουν την ευθύνη σε διασηµότητες (21%), ακτιβιστές (18%) ή απλούς χρήστες του διαδικτύου (13%), δείχνοντας έτσι σαφή προσανατολισµό σε πιο θεσµικούς ή επαγγελµατικούς φορείς ως βασικούς υπεύθυνους για την παραπληροφόρηση.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, οι influencers στο διαδίκτυο θεωρούνται εξίσου επικίνδυνοι, µε το 52% να τους κατατάσσει στις βασικές πηγές παραπληροφόρησης. Αντίστοιχα, οι ξένες κυβερνήσεις και πολιτικοί συγκεντρώνουν ποσοστό 35%, υπογραµµίζοντας την αυξανόµενη ανησυχία για τις εξωτερικές επεµβάσεις στον δηµόσιο διάλογο.
Η έρευνα προχωρά ακόµη βαθύτερα, καταγράφοντας τις απόψεις των πολιτών σχετικά µε τα κανάλια διάδοσης της παραπληροφόρησης. Ζητήθηκε από το κοινό να προσδιορίσει τις πλατφόρµες ή τα µέσα που θεωρεί πιο επικίνδυνα για τη διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών. Στην Ελλάδα -όπως και στην πλειονότητα των 48 χωρών του δείγµατος- τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης, και ειδικότερα το Facebook και το TikTok, αναδεικνύονται ως οι βασικότεροι φορείς µετάδοσης παραπληροφόρησης. Ακολουθούν µε µικρότερα ποσοστά το Instagram και το X (πρώην Twitter).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, σε αντίθεση µε άλλες χώρες, ένα σηµαντικό ποσοστό -το 33% των Ελλήνων- θεωρεί ότι και οι ειδησεογραφικές ιστοσελίδες αποτελούν πηγή παραπληροφόρησης. Το εύρηµα αυτό αποτυπώνει µια βαθύτερη καχυποψία απέναντι στα ίδια τα µέσα ενηµέρωσης, φαινόµενο που ενισχύει τον γενικότερο προβληµατισµό για τη χαµηλή εµπιστοσύνη του ελληνικού κοινού στην ποιότητα και την αξιοπιστία της πληροφόρησης.
Παρά τη γενικευµένη δυσπιστία απέναντι στα µέσα ενηµέρωσης, όταν τίθεται το ερώτηµα «πού αναζητούν οι Έλληνες την αλήθεια πίσω από µια είδηση», τα αποτελέσµατα αποκαλύπτουν µια πιο σύνθετη εικόνα. Ένας σηµαντικός αριθµός πολιτών (43%) δηλώνει ότι, για να διασταυρώσει την εγκυρότητα µιας πληροφορίας, στρέφεται σε κάποιο µέσο ενηµέρωσης που εµπιστεύεται – υποδεικνύοντας ότι η εµπιστοσύνη δεν έχει χαθεί οριστικά, αλλά είναι επιλεκτική και στοχευµένη.
Άλλες συνήθεις µέθοδοι εξακρίβωσης περιλαµβάνουν τη χρήση µηχανών αναζήτησης (35%) και την προσωπική δικτύωση µε άτοµα που οι πολίτες γνωρίζουν και εµπιστεύονται (29%) - ποσοστό που στην Ελλάδα είναι αισθητά υψηλότερο από τον µέσο όρο των υπόλοιπων χωρών του δείγµατος (19%).
Αξιοσηµείωτο είναι επίσης το εύρηµα ότι 29% των Ελλήνων εµπιστεύεται τα σχόλια άλλων χρηστών στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης ως µέσο «ανεπίσηµου fact-checking». Το φαινόµενο αυτό έχει καταγραφεί και σε ποιοτικές µελέτες στην Ελλάδα, όπου πολλοί χρήστες δηλώνουν ότι θεωρούν πως τα ΜΜΕ αποκρύπτουν ή παραποιούν την πραγµατικότητα, µε αποτέλεσµα να διαµορφώνουν άποψη διαβάζοντας τα σχόλια κάτω από τις ειδήσεις.
Το περιεχόµενο στα social media και η «λογοκρισία»: Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας
Για πρώτη φορά, η φετινή έρευνα του Digital News Report ζήτησε από τους πολίτες να εκφράσουν τη γνώµη τους για τις πολιτικές διαχείρισης περιεχοµένου στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ειδικότερα, τέθηκε το ερώτηµα αν στις πλατφόρµες αφαιρείται περισσότερο ή λιγότερο επικίνδυνο ή προσβλητικό περιεχόµενο απ’ όσο θα ήταν αναγκαίο. Το ζήτηµα είναι εξαιρετικά επίκαιρο, δεδοµένων των πρόσφατων αλλαγών που παρατηρούνται σε πλατφόρµες όπως το Facebook και το
X (Twitter), οι οποίες έχουν επιλέξει µια πιο χαλαρή προσέγγιση στη διαχείριση τέτοιου είδους περιεχοµένου. Σε πολλές χώρες του δείγµατος, η κυρίαρχη άποψη είναι ότι η εποπτεία είναι ανεπαρκής: για παράδειγµα, στο Ηνωµένο Βασίλειο, το 50% θεωρεί ότι αφαιρείται λιγότερο περιεχόµενο απ’ όσο θα έπρεπε, ενώ µόλις το 12% πιστεύει ότι η αφαίρεση είναι υπερβολική. Παρόµοια εικόνα προκύπτει και στη Γερµανία, ενώ στις Ηνωµένες Πολιτείες οι απόψεις εµφανίζονται περισσότερο διχασµένες.
Ωστόσο, η Ελλάδα και η Βουλγαρία αποτελούν τις µόνες δύο χώρες όπου επικρατεί η αντίθετη τάση: µεγαλύτερο ποσοστό πολιτών πιστεύει ότι τα social media αφαιρούν περισσότερο περιεχόµενο απ’ όσο θα έπρεπε, σε σύγκριση µε όσους ζητούν αυστηρότερη εποπτεία. Οι Έλληνες που αντιδρούν στις πολιτικές περιεχοµένου είναι κατά κύριο λόγο νέοι, άνδρες και τοποθετούνται στα άκρα του πολιτικού φάσµατος, είτε στην άκρα αριστερά είτε στη δεξιά.
Το ιδιαίτερο αυτό αποτέλεσµα υπογραµµίζει µια ευρέως διαδεδοµένη αντίληψη στην Ελλάδα: την πεποίθηση ότι η πλήρης εικόνα της πραγµατικότητας αποκρύπτεται, είτε από τα παραδοσιακά ΜΜΕ είτε από τις ίδιες τις ψηφιακές πλατφόρµες. Πρόκειται για µια κρίσιµη ένδειξη κρίσης εµπιστοσύνης, που επηρεάζει βαθιά την πρόσληψη της ενηµέρωσης στη χώρα.
* Ο Αντώνης Καλογερόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Επικοινωνίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήµιο των Βρυξελλών (VUB) και ερευνητικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της ∆ηµοσιογραφίας του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης.