Ελληνική αγορά media: Στο «κυνήγι» της Ευρώπης
Γράφει η Σόνια Χαιμαντά
Κοινά χαρακτηριστικά με ώριμες ομάδες αγορών ΜΜΕ και Οπτικοακουστικής Βιομηχανίας έχει αρχίσει να προσλαμβάνει η Ελλάδα η οποία συμπεριλαμβάνεται στον ευρωπαϊκό χάρτη με οικονομικό και επαγγελματικό πρόσημο, ανάλογο πιο προηγμένων χωρών. Πρωτοβουλίες για εξαγορές και συγχωνεύσεις, συνεργασίες με ξένες πλατφόρμες streaming και δημιουργία ελληνικών υπηρεσιών ΟΤΤ, συζητήσεις για υιοθέτηση υβριδικών μοντέλων που θα συνδυάζουν συνδρομή και διαφήμιση αλλά και εφαρμογή τεχνολογιών machine learning και Τεχνητής Νοημοσύνης συνθέτουν στην Ελλάδα ένα νέο επιχειρηματικό οικοσύστημα που αρχίζει να προσομοιάζει με αγορές υψηλών ευρωπαϊκών στάνταρς. Χαρτογραφώντας στον «χάρτη» των νέων τάσεων που θα επικρατήσουν στην ευρωπαϊκή αγορά το 2024, ο Μιχάλης Χάνδακας, Associate Research Analyst στο τμήμα Media & Communications S&P Global Market Intelligence Kagan καλύπτοντας και τις πλατφόρμες OTT σε ολόκληρη την περιοχή της Ευρώπης, αναφέρει ότι «οι εταιρείες Μέσων Ενημέρωσης που αντιμετωπίζουν συμπιεσμένα περιθώρια κέρδους, θα αναζητήσουν το 2024 ευκαιρίες συγχωνεύσεων και εξαγορών για την οικοδόμηση οικονομιών κλίμακας σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο ενώ παράλληλα θα υιοθετούν όλο και περισσότερο τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης για τη βελτίωση της λειτουργικής τους αποτελεσματικότητας.»
Η S&P Global Market Intelligence Kagan αναμένει ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς και οι τηλεοπτικοί πάροχοι θα προσπαθήσουν να βελτιώσουν την εμπορική τους πολιτική και να αποσπάσουν ένα μερίδιο από τα έσοδα που ανήκουν σήμερα στους κατασκευαστές connected TV.
Οι πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής βιομηχανίας Mέσων Ενημέρωσης που βρίσκονται προ σημαντικών αποφάσεων το 2024, θα μπορούσαν να καθορίσουν τη μελλοντική επιτυχία και βιωσιμότητά τους, καθώς ο ανταγωνισμός του streaming συνεχίζει να πιέζει την παραδοσιακή τηλεοπτική βιομηχανία. Ενώ η αύξηση των συνδρομών streaming αναμένεται να επιβραδυνθεί φέτος, τα υβριδικά επιχειρηματικά μοντέλα απογειώνονται και ένα μεγαλύτερο μερίδιο καθαρών προσθηκών πελατών αναμένεται να προέλθει από εφαρμογή πολιτικών που συνδυάζουν τη συνδρομή με τη διαφήμιση. Πολλές εταιρείες Μέσων Ενημέρωσης «ζυγίζουν» τις δωρεάν επιλογές τηλεόρασης (FAST) που υποστηρίζονται από διαφημίσεις, με ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, πολυκαναλικούς Οργανισμούς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες περιεχομένου να εισέρχονται στην αγορά FAST (Free ad-supported streaming television δηλαδή δωρεάν τηλεόραση streaming που υποστηρίζεται από διαφημίσεις).
Η Kagan έχει εντοπίσει πέντε βασικές τάσεις που αναμένεται να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων και να διαμορφώσουν τη βιομηχανία τηλεόρασης και τον κλάδο παροχής υπηρεσιών streaming στην Ευρώπη το 2024.
Τα υβριδικά μοντέλα εσόδων θα αυξήσουν το κόστος του SVOD χωρίς διαφημίσεις
Οι παραδοσιακοί παίκτες στρέφονται στο FAST (Free ad-supported streaming television- δωρεάν τηλεόραση streaming που υποστηρίζεται από διαφημίσεις)
Ενώ οι κατασκευαστές συνδεδεμένων τηλεοράσεων, όπως η Samsung Electronics Co. Ltd. και η LG Corp., κυριαρχούν επί του παρόντος στην αγορά FAST (Free ad-supported streaming television) στην Ευρώπη, περιφερειακοί όμιλοι Μέσων Ενημέρωσης και ραδιοτηλεοπτικοί φορείς όπως οι ITV PLC, ProSiebenSat.1 Media SE και RTL Group SA ενισχύουν τις σειρές καναλιών FAST. Οι πάροχοι συνδρομητικής τηλεόρασης, συμπεριλαμβανομένων των VMED O2 UK Ltd., Deutsche Telekom AG, Magenta TV στη Γερμανία και Orange Espagne SAU στην Ισπανία, βλέπουν επίσης δυνατότητες στον τομέα και χρησιμοποιούν την εμβέλειά τους προκειμένου να αυξήσουν το μερίδιό τους στην αγορά. Είτε προμηθεύονται περιεχόμενο απευθείας από στούντιο και ξεκινούν τα δικά τους κανάλια FAST, είτε συνεργάζονται με μεγάλες πλατφόρμες FAST για να τα ενσωματώσουν στα οικοσυστήματά τους. Η Kagan προβλέπει ότι οι πλατφόρμες FAST θα αποφέρουν έσοδα ύψους 600 εκατομμυρίων δολαρίων το 2024, ποσό τετραπλάσιο έναντι του 2020.
DOMINO EFFECT: Η αναδιάρθρωση της Viaplay και η απόσχιση της Vivendi θα οδηγήσουν σε περισσότερες συμφωνίες συγχωνεύσεων και εξαγορών
Η Viaplay βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια από τότε που απέτυχε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες ανάπτυξής της στη Βαλτική και την Πολωνία. Η εταιρεία το 2023 απέλυσε περίπου το ένα τρίτο του ανθρώπινου δυναμικού της και συμφώνησε να επιστρέψει στην Premier Sport τα περιουσιακά στοιχεία του Ηνωμένου Βασιλείου που είχε αποκτήσει προηγουμένως αντί 30 εκατομμυρίων λιρών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων για το Κύπελλο Αγγλίας και Σκωτίας, τα πλέι οφ της UEFA Europe 2024 και τη La Liga. Η συμφωνία με την Premier Sport αναμένεται να κλείσει στις αρχές του 2024. Το πρόσφατα ανακοινωθέν σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης του Ομίλου Viaplay στοχεύει στην άντληση περίπου 4 δισεκατομμυρίων σουηδικών κορωνών σε ίδια κεφάλαια και στη διαγραφή χρέους 2 δισεκατομμυρίων σουηδικών κορωνών, καθώς η υπηρεσία SVOD μειώνεται στη Σκανδιναυική χερσόνησο και τις Κάτω Χώρες.
Εν τω μεταξύ, η Vivendi ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποσχίσει τον τηλεοπτικό όμιλο CANAL + SA και την εταιρεία επικοινωνιών V - Cons Nv, καθώς ισχυρίζεται μείωση της αποτίμησής της μετά την πώληση του 10% της Universal Music Group NV στην Pershing Square Holdings Ltd. Η Vivendi κατέχει σήμερα λίγο λιγότερο από το 10% της UMG, η οποία έχει χρηματιστηριακή αξία περίπου 46 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Οι εταιρείες ΜΜΕ θα συνεχίσουν να επενδύουν στην τεχνητή νοημοσύνη
Οι εταιρείες Μέσων Ενημέρωσης και Τεχνολογίας όπως το Netflix, η Disney και η Comcast Corp. έχουν μεταβεί από τη μηχανική μάθηση (machine learning) που χρησιμοποιείται κυρίως για εξατομικευμένες προτάσεις και κωδικοποίηση βίντεο, στην παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη που μπορεί να δημιουργήσει εντελώς νέο περιεχόμενο. Η χρήση της γενετικής τεχνητής νοημοσύνης αναμένεται να οδηγήσει σε αποδοτικότητα κόστους και να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να βελτιώσουν τα οικονομικά τους, τα οποία βρίσκονται υπό πίεση, καθώς πολλές εταιρείες streaming συνεχίζουν να αναφέρουν ζημίες. Η S&P Global Market Intelligence Research προβλέπει ότι τα έσοδα από τη γενετική τεχνητή νοημοσύνη θα αυξηθούν από 3,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023 σε 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024.
Οι αναταράξεις στην αγορά τηλεοπτικής διαφήμισης θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι το 2024