To site χρησιμοποιεί cookies. Επιλέγοντας “Αποδοχή”, σημαίνει ότι συμφωνείτε με την χρήση των cookies όπως αναγράφεται στους όρους πολιτικής.
ΑΠΟΔΟΧΗ COOKIES
Menu

«The European Media Industry Outlook 2023» Quo vadis, media;

«The European Media Industry Outlook 2023» Quo vadis, media;

Γράφει η Σόνια Χαϊµαντά

Μια αναλυτική τοµογραφία της κατάστασης στην οποία βρίσκονται τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ, επιχειρεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή της Ε.Ε. στην πρόσφατη έκθεσή της µε τίτλο «The European Media Industry Outlook 2023», που χρησιµοποιεί στοιχεία διαφόρων ερευνών σε ορισµένες από τις οποίες συµµετέχει και η Ελλάδα.

H έκθεση σκιαγραφεί τη µεγάλη εικόνα των ΜΜΕ, την οποία λίγο έως πολύ γνωρίζουµε στη «µικρογραφία» τους και στην Ελλάδα, στην οποία δεν επικρατεί πλέον το ελληνικό µιντιακό «µικροκλίµα». Παντού, σε κάθε χώρα της Ε.Ε. καταδεικνύεται περίτρανα ότι την τελευταία δεκαετία το ευρωπαϊκό τοπίο των ΜΜΕ έχει υποστεί βαθύ µετασχηµατισµό λόγω των τεχνολογικών καινοτοµιών και της επέλασης της παγκοσµιοποίησης. Η πανδηµία Covid-19 προκάλεσε τεκτονικές αλλαγές στον µιντιακό κλάδο, λειτουργώντας ως επιταχυντής ορισµένων τάσεων που συνιστούσαν πρόβλεψη για τη δεκαετία του 2030. Παράλληλα, ωστόσο, υπογράµµισαν τον κρίσιµο ρόλο που διαδραµατίζουν τα ΜΜΕ στην ενηµέρωση επί σηµαντικών ζητηµάτων (Υγεία) αλλά και στην ψυχαγωγία των πολιτών την περίοδο των lockdown.

Μια πρόδηλη διαπίστωση συνιστά το γεγονός ότι οι ειδήσεις αποτελούν σήµερα σηµαντικό µέρος της ζωής των Ευρωπαίων. Η κύρια πηγή ειδήσεων είναι η Τηλεόραση για το 75% του πληθυσµού, σε µια ήπειρο που αυτοαποκαλείται «γηραιά», αλλά µια βασική συνεχιζόµενη τάση συνιστά η σταδιακή µετατόπιση των «καταναλωτών media» στο νεανικότερο διαδίκτυο. Πράγµατι, τα διαδικτυακά ΜΜΕ έχουν καταφέρει να αποτελούν ήδη το δεύτερο πιο χρησιµοποιούµενο Μέσο σήµερα, µπροστά από το ραδιόφωνο και τον έντυπο Τύπο. Η τάση αυτή είναι πιθανό να συνεχιστεί, λόγω της ταχύτητας µε την οποία βελτιώνονται οι ψηφιακές υποδοµές αλλά και εξαιτίας της αύξησης χρήσης των φορητών συσκευών και της συνακόλουθης µεταστροφής των προτιµήσεων των καταναλωτών, ιδίως των νεότερων γενεών. Ωστόσο, σηµαντικά τµήµατα του πληθυσµού έχουν πλέον πρόσβαση σε ειδήσεις µέσω άλλων πηγών και κυρίως µέσω των µέσων κοινωνικής δικτύωσης (Twitter, Meta, Youtube, Tik Tok). Συνολικά, η µελλοντική ανταγωνιστικότητα αυτού του τοµέα θα εξαρτηθεί από την ικανότητά του να επενδύει και να καινοτοµεί, καθώς και να διαχειρίζεται και να αποτιµά χρηµατικά το περιεχόµενο και τα δεδοµένα του. Ωστόσο, οι µειώσεις των εσόδων, του αριθµού των εταιρειών, των επενδυτικών ικανοτήτων, της απασχόλησης (καθώς και άλλων παραγόντων, όπως, για παράδειγµα, η αύξηση των τιµών του χαρτοπολτού) υποδηλώνουν ότι ενδέχεται να διακυβεύεται η βιωσιµότητα ορισµένων κλάδων (π.χ. εφηµερίδες).

Άλλο τι καταναλώνουν, άλλο τι εµπιστεύονται

Οι πολίτες της Ε.Ε. εξακολουθούν να εµπιστεύονται τα παραδοσιακά ΜΜΕ (µε περισσότερους από το 50% να προτιµούν το Ραδιόφωνο), πολύ πιο µπροστά από το διαδίκτυο. Ο τοµέας των ενηµερωτικών ΜΜΕ βρίσκεται υπό συνεχή µετασχηµατισµό, ως αποτέλεσµα της ψηφιοποίησης και των αλλαγών στις καταναλωτικές συνήθειες. Τα παραδοσιακά ΜΜΕ έχουν αυξήσει την παρουσία τους στο διαδίκτυο, προκειµένου να παραµείνουν συναφή και να εξυπηρετούν τους πολίτες, την ίδια στιγµή που οι πλατφόρµες µέσων κοινωνικής δικτύωσης, χρησιµοποιούνται επίσης ως πηγή ειδήσεων. Η αγορά ειδησεογραφικών ΜΜΕ παραµένει κατακερµατισµένη σε επίπεδο Ε.Ε. και αποτελείται κυρίως από µικρές εταιρείες (λιγότεροι από 10 εργαζόµενοι), ενώ σχεδόν το σύνολο του κύκλου εργασιών αντιστοιχεί στους µεγαλύτερους παίκτες, κυρίως στους τηλεοπτικούς οργανισµούς. Τα έσοδα µειώνονται σταθερά για τον έντυπο Τύπο, αυξάνονται ελαφρώς για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο και αυξάνονται κατακόρυφα για το online, χωρίς να απορροφούν ωστόσο τις απώλειες του print. Ο κλάδος ειδήσεων της Ε.Ε. χαρακτηρίζεται από µεγάλο αριθµό εταιρειών: Σχεδόν 44.000 εταιρείες σε τοµείς ειδησεογραφικών ΜΜΕ στην Ευρώπη το 2020 και σχεδόν 60.000 στον τοµέα του λιανικού εµπορίου που σχετίζεται µε ειδήσεις (ο οποίος περιλαµβάνει επιχειρήσεις όπως περίπτερα Τύπου). Ωστόσο, εκτιµάται ότι οι βασικοί κλάδοι των ειδησεογραφικών ΜΜΕ συρρικνώθηκαν κατά 20% µεταξύ 2008 και 2019 (29% εάν ληφθεί υπόψη και ο τοµέας του λιανικού εµπορίου).

Ο οπτικοακουστικός τοµέας (µε έµφαση στο streaming)

Η οπτικοακουστική αγορά της Ε.Ε. ανακάµπτει εν µέρει από την πανδηµία Covid-19, ενώ υφίσταται βαθιές αλλαγές. Μετά από πτώση 5,5% από το 2019 έως το 2020, τα έσοδα αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 8%, φθάνοντας τα 91,4 δισ. ευρώ το 2021. Οι ραδιοτηλεοπτικές µεταδόσεις αντιπροσωπεύουν το 83,7% των εσόδων (µεγάλο µέρος αφορά δηµόσια χρηµατοδότηση), το VoD το 12,8% και ο κινηµατογράφος το 2,5%. Ωστόσο, υπάρχουν έντονες διαφορές στις τάσεις µεταξύ των διαφόρων υποκλάδων: το VoD αναπτύσσεται µε ταχείς ρυθµούς, η τηλεόραση παραµένει ανθεκτική, ο Κινηµατογράφος επλήγη περισσότερο από την πανδηµία Covid-19 και το φυσικό βίντεο (π.χ. DVD) τείνει να εξαφανιστεί.

Η ευρωπαϊκή οπτικοακουστική αγορά χαρακτηρίζεται από µεγάλο αριθµό µικρών και ανεξάρτητων επιχειρήσεων, αλλά η οικονοµική αξία συγκεντρώνεται στις 100 πρώτες εταιρείες. Οι αµερικανικές εταιρείες έχουν σηµαντικό βάρος, καθώς αντιπροσωπεύουν το 30% των εσόδων των 100 κορυφαίων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ευρωπαϊκή αγορά και έχουν ενισχύσει τις θέσεις τους µέσω ενοποιήσεων και συγχωνεύσεων. ∆ιαφοροποιούν επίσης τις επενδύσεις τους, µεταξύ άλλων σε δραστηριότητες transmedia.  Όσον αφορά την αγορά video on demand, είναι ορατή η κυριαρχία µιας µικρής οµάδας εταιρειών εκτός Ε.Ε., µε τις τρεις πρώτες να προέρχονται από τις ΗΠΑ και να αντιπροσωπεύουν περίπου το 71% των συνολικών συνδροµών σε αυτές τις υπηρεσίες. Στο πλαίσιο νέας έρευνας σχετικά µε τις συµβατικές ρυθµίσεις µεταξύ παραγωγών και streamers/ραδιοτηλεοπτικών φορέων, οι παραγωγοί ανέφεραν αύξηση της συνεργασίας µε streamers (για το 74%) και αναµένουν ότι η σηµασία της εκµετάλλευσης στις πλατφόρµες ροής VoD θα αυξηθεί τα επόµενα χρόνια. Τα πολυτιµότερα είδη δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας ήταν κυρίως η εκµετάλλευση στην τηλεόραση και τα δικαιώµατα streaming στις εθνικές αγορές. Τα αποτελέσµατα έδειξαν επίσης την τάση των παραγωγών να µεταβιβάζουν όλα τα δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας µιας ταινίας/τηλεοπτικής σειράς σε streamers/ραδιοτηλεοπτικούς φορείς έναντι προκαταβολής. Οι παραγωγοί ανέφεραν επίσης ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς διατήρησαν όλα τα δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας στο 11-35% των συµβάσεων και ότι οι streamers διατήρησαν όλα τα δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας κατά µέσο όρο στο 38-62% των συµβάσεων. Αντιλήφθηκαν επίσης µια αυξανόµενη τάση των τελευταίων να απαιτούν πλήρη κυριότητα των δικαιωµάτων. Θεώρησαν ότι οι streamers και οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς εκτός Ε.Ε. θα ήταν πολύ πιθανότερο να διατηρήσουν τα δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας σε σύγκριση µε τους φορείς της Ε.Ε. Τέλος, η έρευνα έδειξε ότι και άλλα είδη συµβατικών ρυθµίσεων χρησιµοποιούνται επίσης από ραδιοτηλεοπτικούς φορείς και streamers, γεγονός που µπορεί επίσης να περιορίσει την ικανότητα των παραγωγών να εκµεταλλεύονται δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας (π.χ. µακρές περίοδοι αποκλειστικών δικαιωµάτων πρωτογενούς εκµετάλλευσης).


Προτιµώνται οι αµερικανικές παραγωγές

Οι καταναλωτές ΜΜΕ δήλωσαν ότι «είναι ελαφρώς πιο πιθανό να παρακολουθήσουν ταινίες και σειρές που προέρχονται από τις ΗΠΑ (για το 80%, σε αντίθεση µε το εθνικό περιεχόµενο για το 76% και το περιεχόµενο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες για το 71%). Τονίζουν επίσης ότι «θα ήθελαν να δουν περισσότερες ταινίες και σειρές που προέρχονται από τις ΗΠΑ (για το 45%) στο ίδιο επίπεδο µε το περιεχόµενο από τη χώρα καταγωγής τους (44%) και µπροστά από το περιεχόµενο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες (28%). Το 41% δεν εξέφρασε καµία προτίµηση όσον αφορά την προέλευση του content. Τέλος, όσον αφορά τα βίντεο κατά παραγγελία, η πραγµατική κατανάλωση κυριαρχείται από έργα των ΗΠΑ στο 59% του χρόνου προβολής, ενώ αντιπροσωπεύουν µόνο το 47% των διαθέσιµων έργων. Τα έργα της Ε.Ε. αποτελούν το 28% του συνόλου των έργων που ήταν διαθέσιµα στους καταλόγους βίντεο κατά παραγγελία του δείγµατος, αλλά η κατανάλωσή τους ανερχόταν µόλις στο 22% του χρόνου θέασης και διαπιστώθηκε ότι συγκεντρώνονταν σε µικρότερο αριθµό τίτλων από ό,τι τα έργα των ΗΠΑ. Τα αλλοδαπά έργα της Ε.Ε. αντιπροσωπεύουν το 50% των διαθέσιµων έργων της Ε.Ε. και το 9% του χρόνου προβολής. Οι παράγοντες εκτός Ε.Ε. συνεχίζουν να προσαρµόζουν τα επιχειρηµατικά µοντέλα και τις προσφορές περιεχοµένου τους. Το 2022, για παράδειγµα, η Disney και το Netflix κυκλοφόρησαν προσφορές που υποστηρίζονται από διαφηµίσεις για να διατηρήσουν χαµηλά τα τέλη συνδροµής. Εν τω µεταξύ, οι προσφορές οµαδοποίησης περιεχοµένου φαίνεται να αυξάνονται, µε το HBO Max και το Discovery+ να ενώνουν τις προσπάθειές τους, όπως και το Sky και η Paramount. Το Netflix επενδύει επίσης σε βιντεοπαιχνίδια, ενώ ο αθλητισµός βρίσκεται κι αυτός στο «ραντάρ» παγκόσµιων πλατφορµών όπως η Apple και η Amazon. Αυτή η διαφοροποίηση, που συχνά βασίζεται στην έρευνα και την καινοτοµία, αποσκοπεί στη συνέχιση της αύξησης και διαφοροποίησης των εσόδων και στην εδραίωση και περαιτέρω ανάπτυξη της συνδροµητικής τους βάσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η πνευµατική ιδιοκτησία καθίσταται όλο και πιο σηµαντικό περιουσιακό στοιχείο, στο οποίο οι οπτικοακουστικές εταιρείες µε έδρα τις ΗΠΑ έχουν µέχρι στιγµής αποδειχθεί πιο ευέλικτες στην αξιοποίησή του.

Κερδοφόρος ο κλάδος gaming λόγω κινητών, αλλά το µερίδιο µειώνεται

Η παγκόσµια αγορά βιντεοπαιχνιδιών έχει σηµειώσει συνεχή ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες, που πρόσφατα οδηγήθηκε από τα παιχνίδια για κινητά (τα οποία αντιπροσωπεύουν το 51% της αγοράς, µε τις κονσόλες να αντιπροσωπεύουν το 29% και τα παιχνίδια PC το 20%). Το 2022, τα παγκόσµια έσοδα ανήλθαν σε 179 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας ετήσια αύξηση 5,4%. Η αγορά της Ε.Ε. αναπτύσσεται επίσης, ενώ το συνολικό µερίδιό της στην παγκόσµια αγορά µειώνεται σταδιακά, καθώς προβλέπεται να φθάσει το 7,3 % το 2025 σε σύγκριση µε 8,7 % το 2017.

Μειώθηκε η απασχόληση

Η συνολική απασχόληση σε 4.000 τηλεοπτικούς οργανισµούς και 96.000 εταιρείες παραγωγής µειώθηκε από περίπου 850.000 εργαζοµένους σε 600.000, που ισοδυναµεί µε µείωση κατά 30 % µεταξύ 2008 και 2020, και αντιπροσωπεύει πλέον µόλις το 0,32% της συνολικής απασχόλησης στην Ε.Ε. Η εξέλιξη των καταναλωτικών προτύπων αντανακλά τις οικονοµικές προοπτικές, αλλά µόνο σε κάποιο βαθµό. Οι περισσότερες εταιρείες ειδησεογραφικών µέσων ενηµέρωσης απασχολούν 10 ή λιγότερους υπαλλήλους (92,8% στον εκδοτικό τοµέα, 84,7% στον τοµέα του ραδιοφώνου και 82,3% στον τοµέα της τηλεόρασης). Αντίθετα, όσον αφορά τον κύκλο εργασιών, οι µεγαλύτερες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το µεγαλύτερο µέρος του κύκλου εργασιών του τοµέα: το 97,5% του συνολικού κύκλου εργασιών στον τοµέα των τηλεοπτικών εκποµπών, το 89,6% των ραδιοφωνικών εκποµπών και το 90,3% του εκδοτικού τοµέα προέρχεται από εταιρείες άνω των 10 εργαζοµένων. Το γεγονός ότι ο εκδοτικός τοµέας έχει το υψηλότερο µερίδιο πολύ µικρών επιχειρήσεων µπορεί να θεωρηθεί δείκτης κατακερµατισµού, ο οποίος ενδέχεται να οδηγήσει σε έλλειψη οικονοµιών κλίµακας.

Πέφτει ο έντυπος Τύπος

Πράγµατι, τα έσοδα µειώθηκαν για τον έντυπο Τύπο τα τελευταία χρόνια, ενώ αυξήθηκαν ραγδαία για τα ψηφιακά ΜΜΕ. Η µείωση του έντυπου Τύπου, από 22 δισεκατοµµύρια ευρώ σε 16,1 δισεκατοµµύρια ευρώ, ανέρχεται στο -27 % από το 2016 έως το 2021 και αντισταθµίστηκε µόνο εν µέρει από τη µέτρια ανάπτυξη της Τηλεόρασης και του Ραδιοφώνου (+5,5%, από 64,5 σε 68 δισεκατοµµύρια ευρώ) και την ισχυρή ανάπτυξη των ψηφιακών ειδησεογραφικών ΜΜΕ (από 2,5 δισεκατοµµύρια ευρώ το 2016 σε 3,7 δισεκατοµµύρια ευρώ το 2021 - αύξηση 60%). Ωστόσο, ο τοµέας του έντυπου Τύπου παραµένει τέσσερις φορές µεγαλύτερος από τα ψηφιακά ΜΜΕ.

Η ∆ιαφήµιση πρωταγωνιστεί ως business model βιωσιµότητας

Η ∆ιαφήµιση παραµένει καίριας σηµασίας για το µείγµα χρηµατοδότησης, αλλά δεν ωφελεί τα ΜΜΕ όσο στο παρελθόν. Συνολικά, η διαφηµιστική αγορά της Ε.Ε. (παραδοσιακά ΜΜΕ και διαδίκτυο) έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια (69,2 δισεκατοµµύρια ευρώ το 2021, από 64,1 δισεκατοµµύρια ευρώ το 2016), µε το ταχέως αναπτυσσόµενο τµήµα να είναι η διαδικτυακή διαφήµιση. Το 2000, µόλις το 1% της διαφήµισης είχε κατευθυνθεί στο διαδίκτυο έναντι 91% στους τοµείς των ειδησεογραφικών ΜΜΕ (ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφηµερίδες και περιοδικά, συµπεριλαµβανοµένων των ψηφιακών εκδόσεων των µέσων ενηµέρωσης). Ωστόσο, µέχρι το 2021, το διαδίκτυο είχε καταλάβει το 43% όλων των διαφηµιστικών δαπανών, έναντι 51% που δαπανήθηκε στους τοµείς των ειδησεογραφικών ΜΜΕ. Ως αποτέλεσµα, τα διαφηµιστικά έσοδα, ενώ παραµένουν σηµαντική πηγή εσόδων για τα ειδησεογραφικά ΜΜΕ, µειώνονται κατά 23,3% µεταξύ 2016 και 2021. Αυτό είναι πιο έντονο στον τοµέα των έντυπων ειδήσεων, όπου τα έσοδα αυτά µειώθηκαν κατά σχεδόν 33% µεταξύ 2016 και 2021, κυρίως λόγω της αλλαγής των καταναλωτικών συνηθειών και της µείωσης της κυκλοφορίας. Και στο διαδίκτυο, πλατφόρµες όπως το Facebook ή η Google έχουν καταφέρει να κατακτήσουν σηµαντικά µερίδια των εσόδων από την ψηφιακή διαφήµιση, ειδικά στην περίπτωση της programmatic διαφήµισης. Στο πλαίσιο αυτής της µορφής διαφήµισης, εκτιµάται ότι µόνο το 40% των εσόδων από διαφηµίσεις πηγαίνει στον εκδότη (σε σύγκριση µε το 85% στην παραδοσιακή διαφήµιση), ενώ το υπόλοιπο οδεύει σε παγκόσµιες πλατφόρµες και media agencies.